επιτηδεύομαι

επιτηδεύομαι
επιτηδεύομαι βλ. πίν. 20 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.)
——————
Σημειώσεις:
επιτηδεύομαι : στην κοινή νεοελληνική έχει επικρατήσει η σημασία είμαι επιτήδειος, επιδέξιος σε κάτι.
Η μτχ. επιτηδευμένος χρησιμοποιείται ως επίθετο ( προσποιητός).

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • επιτηδεύω — (AM ἐπιτηδεύω) [επιτήδειος] νεοελλ. 1. επεξεργάζομαι κάτι με υπερβολική λεπτολογία 2. μέσ. επιτηδεύομαι ασχολούμαι επιδέξια με κάτι, είμαι επιτήδειος, δεξιοτέχνης σε κάτι 3. συνεκδ. προσποιούμαι, υποκρίνομαι κάτι μσν. 1. επινοώ, μηχανεύομαι 2.… …   Dictionary of Greek

  • ομιλώ — (ΑΜ ὁμιλῶ, έω) 1. εκφράζομαι με τον προφορικό λόγο 2. γνωρίζω μια γλώσσα και τή χρησιμοποιώ με ευχέρεια («ὁμιλεῑν ἑβραϊστί», Ιώσ.) 3. απευθύνω τον λόγο σε κάποιον («μην ομιλείτε στον οδηγό») 4. συζητώ, συνδιαλέγομαι («καὶ αὐτοὶ ὡμίλουν πρὸς… …   Dictionary of Greek

  • παρεπιτηδεύομαι — Α [επιτηδεύομαι] εκτελώ κάποιο έργο επί πλέον, καταγίνομαι επί πλέον με κάτι …   Dictionary of Greek

  • επιτηδεύω — επιτήδευσα, επιτηδεύτηκα, επιτηδευμένος, μτβ. 1. κάνω κάτι με πολλή λεπτολογία: Επιτηδεύει την ομιλία του. 2. συνήθ. το μέσ., επιτηδεύομαι, α. ασχολούμαι σε κάτι με ικανότητα και επιδεξιότητα, είμαι επιτήδειος, είμαι ειδικός σε κάτι: Επιτηδεύεται …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πιτηδεύομαι — εύτηκα, ευμένος, επιτηδεύομαι, κάνω κάτι επιδέξια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”